ἀπολαβών

ἀπολαβών
ἀπολαμβάνω
take
aor part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μισθοδοσία — η (Α μισθοδοσία) [μισθοδότης] καταβολή μισθού, πληρωμή (α. «πίνακας μισθοδοσίας» β. «μισθοδοσία τῶν ξένων», Ξεν.) νεοελλ. το σύνολο τών μηνιαίων απολαβών εργαζόμενου προσώπου, απολαβές, μισθός, αποδοχές …   Dictionary of Greek

  • Μπέλλου, Σωτηρία — (Δροσιά Εύβοιας 1921 – Αθήνα, 1997). Τραγουδίστρια του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού. Καταγόταν από σχετικά εύπορη οικογένεια που το 1940 μετοίκησε στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής τραγουδούσε και έπαιζε κιθάρα σε ταβέρνες – συνελήφθη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”